- παραδίνομαι
- παραδίνομαι, παραδόθηκα, παραδομένος βλ. πίν. 132
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Elli kokkinou — (Grec : Έλλη Κοκκίνου) est une chanteuse grecque, née à Athènes, Grèce le 24 juillet 1970. Biographie Έλλη Κοκκίνου Issue d’une famille de musiciens, elle s’est très tôt passionnée pour la chanson. Elle débute en chantant dans un groupe… … Wikipédia en Français
Elli Kokkinou — (griechisch Έλλη Κοκκίνου; * 24. Juli 1970 in Athen) ist eine der bekanntesten griechischen Pop Folk und Modern Laika Sängerinnen. Inhaltsverzeichnis … Deutsch Wikipedia
βάζω — (I) και βάνω (Μ βάζω) 1. τοποθετώ, φορώ 2. τοποθετώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο νεοελλ. Ι. 1. προσθέτω, συνυπολογίζω 2. (για βαθμό) βαθμολογώ 3. διορίζω, τοποθετώ κάποιον σε κάποια θέση 4. βάζω... να αναγκάζω ή πείθω κάποιον να κάνει κάτι 5. υποθέτω … Dictionary of Greek
είκω — εἴκω (Α) 1. υποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2. παραμερίζω σε ένδειξη τιμής 3. υποχωρώ, παραδίνομαι σε ψυχικό πάθος ή ορμή 4. (για καταστάσεις) ενδίδω, υποκύπτω στις περιστάσεις 5. (με γεν.) αποχωρώ από μια θέση 6. (μτβ.) παραδίνω, αφήνω,… … Dictionary of Greek
εγχειρίζω — (AM ἐγχειρίζω) δίνω στο χέρι, εμπιστεύομαι, αναθέτω, παραδίνω («ἐνεχείρισε τὸ βρέφος») μσν. νεοελλ. εγχειρώ αρχ. μσν. αποδέχομαι κάτι που μού προσφέρεται αρχ. παραδίνομαι … Dictionary of Greek
ελευθερώνω — και λευθερώνω και λευτερώνω (ΑΜ ἐλευθερῶ, όω Μ και ἐλευθερώνω) 1. απελευθερώνω από ξενικό ζυγό, από εχθρική κατοχή («ελευθέρωσε τα νησιά», «ἴτε παῑδες Ἑλλήνων, ἐλευθεροῡτε πατρίδα», «ἐλευθερῶσαι τὴν πόλιν») 2. απελευθερώνω δούλο, χαρίζω σε δούλο… … Dictionary of Greek
εναφίημι — ἐναφίημι και ιων. τ. ἐναπίημι (Α) 1. αφήνω, βάζω, ρίχνω κάτι μέσα 2. αποθέτω, τοποθετώ μέσα 3. εγκαταλείπω, αφήνω 4. παθ. (για γη στην Αίγυπτο) παραδίνομαι σε καλλιεργητές 5. αφήνω ελευθερία κινήσεως, ενέργειας, επιτρέπω … Dictionary of Greek
προσέρχομαι — ΝΜΑ 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς κάτι, πλησιάζω ένα πρόσωπο ή σε έναν χώρο (α. «στην εξέδρα άρχισαν να προσέρχονται οι επίσημοι» β. «ὧνπερ ἕνεκεν καὶ Σωκράτει προσῆλθον», Ξεν.) 2. έρχομαι κάπου λόγω υποχρέωσης, παρουσιάζομαι κάπου για εκπλήρωση … Dictionary of Greek
συνείκω — (I) ΜΑ ενδίδω, υποχωρώ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἴκω «υποχωρώ, παραδίνομαι»]. (II) Α (ως απρόσ.) συνείκει (κατά τον Ησύχ.) «συμφέρει». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραδίδεται και με τη γρφ. συνείκη, πιθ. μτγν. τ. τού συνενείκη, αόρ. β τού συμφέρω] … Dictionary of Greek
υποδάμνημι — και αιολ. υποδάμναμι, Α 1. μέσ. ὑποδάμναμαι υποτάσσω, κυριεύω («ἔρως φρένας ὑποδάμναται», Θεόκρ.) 2. παθ. α) υποτάσσομαι, καταβάλλομαι β) (για γυναίκα) υποκύπτω, παραδίνομαι σε άντρα γ) (για άντρα) δαμάζομαι, κυριεύομαι από τον έρωτα 3. φρ.… … Dictionary of Greek